- ακρεβάτωτος
- η , ο не лежавший в постели (о больном);
πέρασε τη γρίππη ακρεβάτωτος — он перенёс грипп на ногах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέρασε τη γρίππη ακρεβάτωτος — он перенёс грипп на ногах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακρεβάτωτος — η, ο [κρεβατώνω] 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν κρεβατώθηκε, δεν έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι 2. (για αμπέλια) αυτός που δεν τοποθετήθηκε, δεν στηρίχθηκε σε κρεβατίνα* … Dictionary of Greek
ακρεβάτιαστος — ακρεβάτιαστος, η, ο και ακρεβάτωτος, η, ο αυτός που δεν έπεσε στο κρεβάτι μολονότι άρρωστος: Πέρασα τη γρίπη ακρεβάτωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)